- ορθοσκόπηση
- ηιατρ. η ενδοσκοπική εξέταση τού ορθού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθοσκοπία — η 1. ιατρ. α) η ορθοσκόπηση β) η εξέταση τού οφθαλμού με ορθοσκοπικό φακό 2. φυσ. η ιδιότητα ενός οπτικού οργάνου, κυρίως φωτογραφικού φακού και προσοφθάλμιου οπτικού συστήματος, που έχει υποστεί διορθώσεις ώστε να έχει επίπεδο οπτικό πεδίο και… … Dictionary of Greek